πληθυντικοῦ

πληθυντικοῦ
πληθυντικός
plural
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περιττοσύλλαβος — η, ο / περιττοσύλλαβος, ον, ΝΜΑ, και περισσοσύλλαβος, ον, ΜΑ νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα περιττοσύλλαβα γραμμ. α) τα τριτόκλιτα ουσιαστικά τής Αρχαίας Ελληνικής, τα οποία παρουσιάζουν στις πλάγιες πτώσεις τού ενικού και σε ὁλες τις πτώσεις …   Dictionary of Greek

  • -φι(ν) — Α αρχαϊκό επίθημα ουσ. που απαντά κυρίως στην Μυκηναϊκή. Δηλώνει την τοπική και την οργανική πτώση, συνήθως τού πληθυντικού και συνάπτεται απευθείας στο θέμα τών ονομάτων τής α και γ κλίσης χωρίς συνδετικό φωνήεν, πρβλ. τα μυκην. rewopi = λεFομπ… …   Dictionary of Greek

  • -άδο — και –άδος και άδα κατάληξη τοπωνυμίων τής Νεοελλ., που προήλθε από τη γενική πληθυντικού οικογενειακών ονομάτων, όπου η κατάληξη δήλωνε αρχικά τον κτήτορα τής περιοχής [π.χ. τα χωράφια τώ(ν) Μαχαιράδω(ν), τώ(ν) Φαλατάδω(ν), τώ(ν) Τσουκαλάδω(ν)].… …   Dictionary of Greek

  • -αι — (ΑΝ) κατάληξη ονομαστικής και κλητικής πληθυντικού τών ονομάτων τής α κλίσεως (π. χ. ἡμέραι, χῶραι, ταμίαι, ἐπαγγελματίαι). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ονομ./κλητ. πληθ. σε αι τής Ελληνικής (θεαί, χῶραι) είναι αναλογικός σχηματισμός κατά τα θεματικά* κλιτά… …   Dictionary of Greek

  • -ώδη — Ν επίθημα πληθυντικού αριθμού, που απαντά σε επιστημονικούς όρους τής Νέας Ελληνικής και δηλώνει ταξινομικές ομάδες φυτών ανώτερες τής οικογένειας (πρβλ. αμαρυλλιδ ώδη, μυρτ ώδη, ροδ ώδη, ψιλοφυτ ώδη). [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική τού νεολατ.… …   Dictionary of Greek

  • Οτεντότοι — Λαός, που άλλοτε ήταν εγκατεστημένος σε ολόκληρη τη νότια Αφρική και σήμερα, αρκετά περιορισμένος σε αριθμό ζει στις πιο απρόσιτες ζώνες της νοτιοδυτικής Αφρικής. Όταν το 1652 οι Ολλανδοί ίδρυσαν την Πόλη του Ακρωτηρίου, βρήκαν την παράκτια… …   Dictionary of Greek

  • άκτοινος — ἄκτοινος, ον στη Μυκηναϊκή η λέξη απαντά σε πινακίδα στην Πύλο και σημαίνει αυτόν που δεν έχει κτοῑναν, δηλ. τμήμα γης (ονομαστική πληθυντικού στη Μυκηναϊκή a ko to no). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κτοῖνα] …   Dictionary of Greek

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

  • άμε — (πληθ. άμετε και αμέτε πήγαινε, φύγε (πληθ. πηγαίνετε, φύγετε). [ΕΤΥΜΟΛ. Μόριο παρακελευσματικό, β΄ πρόσωπο ενικού και πληθυντικού (άμε, άμετε). Ετυμολογικά οι τ. άμε άμετε είναι ρηματικής προελεύσεως. Συγκεκριμένα το μόριο άμε προήλθε από την… …   Dictionary of Greek

  • άμμουδα — η ο αμμώδης βυθός τής θάλασσας (σε αντίθεση προς την αμμουδιά, δηλαδή την αμμώδη παραλία). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε από το θ. τού πληθυντικού (άμμου δες) τού ουσ. άμμος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”